κασσιτερίτης

κασσιτερίτης
Ορυκτό του κασσίτερου (SnO2) που κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα, στην τάξη της διτετραγωνικής πυραμίδας. Οι κρύσταλλοί του είναι στηλοειδείς, πρισματικοί ή μακροβελονοειδείς, με χρώμα συνήθως σκούρο καστανό ή ακόμα κιτρινωπό, πρασινωπό ή μαύρο. Έχει έντονη αδαμαντοειδή, μεταλλική διαφάνεια. Βρίσκεται μέσα σε γρανιτικά πετρώματα, σε φλέβες κ.α. Αξιόλογα κοιτάσματα κ. βρίσκονται στην Ινδονησία, στη Βολιβία, στην Αυστραλία, στην Κίνα, στην Ταϊλάνδη και στην Αγγλία (Κορνουάλη).
* * *
ο
(ορυκτ.) ορυκτό διοξείδιο τού κασσιτέρου που αποτελεί την κυριότερη πηγή τροφοδοσίας σε κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cassiterite < κασσίτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου …   Dictionary of Greek

  • μεταλλίτιδες άμμοι — Ονομάζονται έτσι άμμοι, που μαζί με ψηφίδες ή κροκάλες περιέχουν και πολύτιμα ορυκτά, η καταστροφή των οποίων, με την επίδραση χημικών μέσων, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Αυτά τα γήινα στρώματα προέρχονται από την αποσάθρωση άλλων πετρωμάτων… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνικό σύστημα — Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τα ορυκτά, των οποίων οι κρύσταλλοι χαρακτηρίζονται από 3 άξονες σε ορθή γωνία, με τις 2 από τις 3 θεμελιώδεις παραμέτρους ίσες μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”